- δραπέτευση
- η (AM δραπέτευμα, τοΜ και δραπέτευσις, η)απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δραπέτευση — η απόδραση: Χθες βράδυ έγινε ομαδική δραπέτευση από τις φυλακές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δραπετεύσῃ — δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away aor subj mid 2nd sg δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away aor subj act 3rd sg δρᾱπετεύσῃ , δραπετεύω run away fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόδραση — Η δραπέτευση κρατούμενου ή φυλακισμένου. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους· οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή της α. εκτίεται ολόκληρη μετά την έκτιση της βασικής ποινής του δράστη, δηλαδή δεν… … Dictionary of Greek
έκφευξις — ἔκφευξις, η (Α) η ενέργεια τού εκφεύγω, διαφυγή, δραπέτευση … Dictionary of Greek
δραπέτευμα — δραπέτευμα, το (Α) η δραπέτευση … Dictionary of Greek
δραπετικός — δραπετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη 2. (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, επιρρεπής σε δραπέτευση … Dictionary of Greek
δρασμός — δρασμός, ο (ιων. δρησμός) (Α) απόδραση δραπέτευση … Dictionary of Greek
δρησμοσύνη — δρησμοσύνη, η (Α) 1. η δρηστοσύνη 2. η δραπέτευση … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… … Dictionary of Greek